- συμπαίκτειρα
- ἡ, Α(ποιητ. τ.) βλ. συμπαίκτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπαίκτης — ο, θηλ. συμπαίκτρια, ΝΜΑ, και συμπαίχτης και τ. θηλ. συμπαίχτρια Ν, και δωρ. τ. συμπαίκτας και ποιητ. τ. θηλ. συμπαίκτειρα Α αυτός που παίρνει μέρος σε παιχνίδι μαζί με άλλους, καθένας από εκείνους που μετέχουν στο ίδιο παιχνίδι αρχ. αυτός που… … Dictionary of Greek